Όπως τόνισε αρχικά, «το πρώτο πράγμα που πρέπει να δούμε είναι τα αντικειμενικά στοιχεία». Συνέχισε λέγοντας ότι «από πολλά μέσα ενημέρωσης η παρουσίαση του ζητήματος είναι τέτοια, που αν την ακούσει κανείς, μπορεί να πιστέψει ότι ξαφνικά ζούμε μία έκρηξη περιστατικών βίαιης επιθετικότητας και παραβατικότητας. Από τα επίσημα στοιχεία τέτοιο πράγμα δεν προκύπτει πάντως».
Εξήγησε ότι: «Αν δείτε τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά που δημοσιεύει η Eurostat, θα δείτε ότι η εικόνα που βγαίνει είναι ότι όντως υπήρξε μία αύξηση των κρουσμάτων, η οποία συντελέστηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης το 2009-2012, μετά υπάρχει μία σταθεροποίηση του αριθμού ων κρουσμάτων παραβατικής συμπεριφοράς με δράστες ανηλίκους, αμέσως μετά υπάρχει μία πτώση, μικρή αρχικά και και πολύ μεγάλη το 2020-21 λόγω της καραντίνας και το 2022-23 αρχίζει μάλλον μία ανάκαμψη στα επίπεδα προ της καραντίνας, χωρίς να ξεπερνάει τα επίπεδα του 2018-19. Οπότε, ποσοτικά δεν φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση».
Συνέχισε επικαλούμενος τα στοιχεία των μετρήσεων του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα οποία δίνουν την ίδια εικόνα.
Τα ευρήματα του ΕΠΙΨΥ για το 2022 μπορούν να βρεθούν εδώ: https://www.epipsi.gr/images/Documents/EPIPSI_2022-Physical_fights_bullying-Adolescents-Greece_UMHRI.pdf
«Αντικειμενικά ποσοτικά το φαινόμενο δεν έχει τέτοια έκρηξη. Κι αυτό δημιουργεί κάποιες απορίες: Γιατί επιμένουμε να προβάλλουμε την εικόνα ότι τα παιδιά μας έχουν γίνει τόσο άγρια, τόσο επιθετικά, τόσο επικίνδυνα; Σαν να θέλουμε να στήσουμε απέναντι στην κοινωνία έναν φανταστικό εχθρό που είναι τα παιδιά μας».
Προειδοποίησε για τον κίνδυνο να οδηγηθεί η κοινωνία σε έναν «ηθικό πανικό» και έτσι, «μέσα από τη συγκινησιακή φόρτιση και αυτόν τον πανικό, να οδηγηθούμε σε εσφαλμένες αποφάσεις».
Σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε κατασταλτικά μέτρα, όπως αυστηροποίηση ποινών, τόνισε πως «αυτό το πακέτο έχει γίνει σε κάποιες κοινωνίες και έχει αποδειχθεί ολέθριο. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, εδώ και δεκαετίες, έχουν όχι μόνο μηδενικό αποτέλεσμα, αλλά αρνητικό αποτέλεσμα. Ξέρουμε ότι ο φοβισμένος επιτίθεται. όταν ξαφνικά το παιδί φοβάται το διπλανό παιδί ως δυνητικά επικίνδυνο, όταν ο γονιός βλέπει το διπλανό παιδί ως δυνητικά επικίνδυνο, αυτό θα παράξει περισσότερη επιθετικότητα και περισσότερη βία. Το λάθος που γίνεται σε αυτές τις κοινωνίες, είναι ότι επενδύουν στην καταστολή και την αυστηροποίηση, αυτό χειροτερεύει τα πράγμα και στη χειρότερη κατάσταση απαντούν με περισσότερη καταστολή… Έτσι παγιδευόμαστε σε ένα αρνητικό σπιράλ, που έχει οδηγήσει για παράδειγμα τις ΗΠΑ στην τελευταία θέση των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τα κρούσματα της ανήλικης παραβατικότητας».
Πρόσθεσε ότι στην Ελλάδα το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο είναι «αρκούντως αυστηρό ήδη. Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει πλαίσιο και για τον ανήλικο παραβάτη και για τις ευθύνες του γονέα και για τη νομική υπευθυνότητα του γονέα. Εκτός αν μιλάμε για τα χρόνια φυλακής σαν να είναι καραμέλες».
«Κι ένα παιδί που παραβατεί, που ασκεί βία, ακόμα και πολύ ειδεχθή, αυτό το παιδί είναι θύμα παραλείψεων και πράξεων ενηλίκων που δεν το φροντίσαμε αρκετά, που δεν του δώσαμε ακόμα και διεξόδους για τον θυμό του» τόνισε επίσης.
Σχετικά με το τι θα έπρεπε να γίνει για το ζήτημα, επικαλέστηκε τη διεθνή εμπειρία καλών πρακτικών και εστίασε στην ανάγκη «να επενδύσουμε ώστε να κάνουμε περισσότερο συνεκτικές τις κοινότητες των παιδιών. Να ενισχύσουμε τους δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στα παιδιά. Στα σχολεία να αφιερώσουμε χρόνο, όχι μόνο για να δίνουμε πληροφορίες σε αυτό το ιδιότυπο τρέξιμο αλόγων κούρσας προς τις πανελλήνιες, να δώσουμε χρόνο να τα κάνουμε μία κοινότητα, μία συλλογικότητα με δεσμούς αλληλεγγύης. Να μάθουμε στα παιδιά ότι όταν παραβιάζονται τα δικαιώματα ενός αδυνάμου από τον διπλανό του που είναι ισχυρός, μπαίνουμε όλοι μπροστά και υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του αδυνάμου».