Η Κέλλυ Παναγιωτίδου, 21χρονη φοιτήτρια, βρισκόταν μαζί με την αδερφή της στο τρένο των Τεμπών, στο τρένο που σταμάτησε απότομα τη διαδρομή του στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Μας μιλάει για την εμπειρία της από εκείνη τη νύχτα, τον εγκλωβισμό της ίδιας και των συνεπιβατών της σε ένα βαγόνι που έμπαιναν καπνοί και την κρατική αμέλεια, που της φόρτωσε έναν ρόλο που δεν της αναλογούσε, εκείνον του “διασώστη”. Μοιράζεται, ακόμα, μαζί μας τις σκέψεις της για τον δημόσιο διάλογο των δύο τελευταίων χρόνων που ακολούθησαν το έγκλημα των Τεμπών και τα συναισθήματα της για τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις που βροντοφώναξαν “δεν έχουμε οξυγόνο”.
Η Κέλλυ μας είπε την γνώμη της σχετικά με τον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση για τα Τέμπη,: «Πιστεύω ότι το κομμάτι το δικαστικό είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη για μένα σίγουρα είναι να διεκδικήσουμε δημόσιες και ασφαλείς μεταφορές. Δηλαδή η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όταν κάτι ιδιωτικοποιείται λαμβάνουμε υψηλότερο κόστος υπηρεσίας και παροχές χαμηλότερης ποιότητας». Συνέχισε, τονίζοντας ότι «τα Τέμπη για μένα ξεμπρόστιασαν το νεοφιλελεύθερο αφήγημα των ιδιωτικοποιήσεων, το να ιδιωτικοποιήσουμε τα πάντα και έδειξαν πραγματικά με τον πιο σκληρό τρόπο την αδιαφορία των ιδιωτών για την ανθρώπινη ζωή μπροστά στο κέρδος» . Κατέληξε ότι αυτό «είναι ένα κομμάτι το οποίο δεν συζητείται αρκετά».
Με μια μικρή ομάδα επιζώντων και επιζωσών εκείνης της νύχτας, μας ενημέρωσε η Κέλλυ ότι έφτιαξαν μία σελίδα που λέγεται «eyes on tempi» που δημοσιεύει διασταυρωμένες πληροφορίες με δικηγόρους για την υπόθεση. «Είναι ένα από τα πράγματα τα οποία θέλουμε να κάνουμε για να συνδράμουμε κι εμείς κάπως στην εξέλιξη της υπόθεσης» σημείωσε. Επίσης, υπογράμμισε ότι από την πρώτη στιγμή οι επιζώντες μιλούσαν για παράνομο φορτίο, αφού όπως λέει «η μυρωδιά σου έκαιγε τον οισοφάγο, Καταλάβαινες ότι αυτό το πράγμα δεν είναι φωτιά και ότι είναι κάτι άλλο. Ήταν επίσης τεράστια, ήταν πραγματικά εξωπραγματικό αυτό που βλέπαμε. Και καταλαβαίναμε και από το πόσο γρήγορα επεκτείνονταν η φωτιά γύρω ότι αυτό το πράγμα αποκλείεται να είναι απλά φωτιά. Λέγαμε για το κομμάτι ότι υπήρχε παράνομο υλικό και μας έβγαζαν συνωμοσιολόγους».
Η Κέλλυ ήταν στο έκτο βαγόνι, όπου βρισκόταν και μία καθαρίστρια από το προσωπικό «η οποία με τη σύγκρουση, εκσφενδονίστηκε και τη σηκώσαμε. Ήταν γεμάτη αίματα στο κεφάλι» αλλά και ένας άντρας που μέσα στην οχλοβοή και τα ουρλιαχτά άντεχε να επαναλαμβάνει «ψυχραιμία, ψυχραιμία», βοηθώντας στο να επικρατήσει πράγματι μια σχετική ηρεμία. Ρώτησα την Κέλλυ αν λειτούργησε ο κρατικός μηχανισμός και απάντησε ξεκάθαρα:
«Σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε κρατικός μηχανισμός. Κάπως έχει ειπωθεί ότι υπήρξαν διασώστες, ότι εμάς μας έβγαλαν έξω διασώστες. Είναι πέρα για πέρα ψέμα. Στο δικό μου βαγόνι. Θυμάμαι τον κόσμο να πετάει μανιωδώς τεράστιες βαλίτσες στα τζάμια γιατί προσπαθούσε να τα σπάσει και δεν μπορούσε» περιέγραψε. Ακόμα, μας αποκάλυψε ότι «το σφυρί που υπάρχει στα τρένα για να σπάμε τα τζάμια ήταν βιδωμένο και δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε. Επομένως, ήμασταν όλοι εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα βαγόνι που μπαίνανε καπνοί και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Ο μόνος λόγος που καταφέραμε και βγήκαμε έξω ήταν επειδή ήμασταν πολύ τυχεροί και υπήρχε μία γυναίκα μέσα, η οποία ήταν πυροσβέστης και ήξερε έναν κρυμμένο μοχλό που ανοίγει τις πόρτες και στη συνέχεια άνοιξαν οι πόρτες. Και στο πέμπτο και στο έβδομο βαγόνι μεταφέρθηκε η πληροφορία και ήταν ο λόγος που βγήκε τόσος κόσμος και από το πέμπτο».
Στο σημείο κατέφθασαν πέντε ασθενοφόρα μόνο, μερικοί αστυνομικοί και πυροσβεστικά. Όσο συζητάμε, με καθηλώνει η μαρτυρία της Κέλλυς πως τα φορεία παραδίδονταν στους επιζώντες για να βγάλουν εκείνοι τον κόσμο έξω. «Δηλαδή εκείνο το βράδυ μας δόθηκε μια ευθύνη η οποία δεν μας αναλογούσε. Η ευθύνη του διασώστη.. δεν μας αναλογούσε γιατί δεν είμαστε και εκπαιδευμένοι για κάτι τέτοιο» λέει χαρακτηριστικά. Μάλιστα, μια γυναίκα τραυματισμένη τόσο βαριά που ανοιγόκλεινε μόνο τα μάτια και ψιθύριζε «κρυώνω» με όση δύναμη της είχε απομείνει, ήταν στην άσφαλτο επί σαράντα λεπτά. «Φωνάζαμε στα ασθενοφόρα να την πάρουν και επειδή τα μισά ασθενοφόρα είχαν έρθει χωρίς γιατρούς, μας έλεγαν ότι δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε γιατί δεν έχουμε κάποιον γιατρό. Την είχαμε σκεπάσει όλοι με τα μπουφάν μας για να την κρατήσουμε κάπως ζεστή» εξήγησε.