Η κατάργηση της δήλωσης της υπερεργασίας είναι ακόμα ένα χτύπημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον έλεγχο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Έχει προηγηθεί φυσικά ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη με την πρακτική κατάργηση του 8ώρου και τα απανωτά χτυπήματα στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, που «αναβαθμίστηκε» μόνο στα χαρτιά, βαφτιζόμενο «Ανεξάρτητη Αρχή». Το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη με υπουργό τον Γιάννη Βρούτση μείωσε συντριπτικά την κλίμα των προστίμων και την προσαύξηση για συστηματικούς παραβάτες, ευνοώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους συστηματικούς παραβάτες. Όπως σημείωνε ο κ.Κορφιάτης στο ΤPP πριν περίπου έναν μήνα, ένα πρόστιμο 1,6 εκατ. που επιβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς το 2017 «σήμερα θα ήταν περίπου 109.000 ευρώ».
Τον Οκτώβριο του 2021, καταργήθηκε επίσης η Ειδική Γραμμή Καταγγελιών στο ΣΕΠΕ, η οποία απορροφήθηκε από το ενιαίο και πανάκριβο τηλεφωνικό κέντρο του Υπουργείου Εργασίας, το οποίο κόστισε 12 εκατομμύρια ευρώ και ανατέθηκε σε μία ιδιωτική εταιρεία που το έσπασε σε υπεργολαβίες. Αυτό σημαίνει πως ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να επικοινωνήσει στην ενιαία γραμμή με κάποιον που θα έχει την απαραίτητη εξειδίκευση για εργασιακά ζητήματα.
Πρακτικά, μιλάμε για εκατομμύρια περιπτώσεις όπου κάποιος εργοδότης θα ζητήσει από τον εργαζόμενο να «κάτσει λίγο παραπάνω» για μία δουλειά. Χρόνος εργασίας που δεν δηλώνεται εκ των προτέρων, μόνο με την καλή θέληση του εργοδότη θα πληρωθεί τελικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη για ακόμα μία φορά επιβραβεύει την «ανομία».